ταχυδρόμηση

ταχυδρόμηση
η, Ν [ταχυδρομώ]
η αποστολή επιστολής ή άλλου αντικειμένου με το ταχυδρομείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταχυδρόμηση — ταχυδρόμηση, η και ταχυδρόμιση, η η αποστολή αντικειμένων με το ταχυδρομείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμματοκιβώτιο — το 1. κιβώτιο στο ταχυδρομείο ή σε κεντρικά σημεία τής πόλης στο οποίο ρίχνονται επιστολές για ταχυδρόμηση 2. κιβώτιο στην είσοδο σπιτιών ή γραφείων στο οποίο ο ταχυδρόμος ρίχνει τις επιστολές για τους ενοίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) +… …   Dictionary of Greek

  • γραμματοσήμανση — η επικόλληση γραμματοσήμου πάνω σε επιστολές ή αντικείμενα για ταχυδρόμηση …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρόμιση — η, Ν [ταχυδρομίζω] ταχυδρόμηση …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρόμιση — η βλ. ταχυδρόμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυδρόμισμα — το, ατος ταχυδρόμηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”